- διδάσκονται
- διδάσκωinstructpres ind mp 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ελλάδα - Εκπαίδευση — Η ΠΡΟΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΔΙΔΑΣΚΑΛΟΙ ΤΟΥ ΓΕΝΟΥΣ Είναι οι λόγιοι της προεπαναστατικής περιόδου (β΄ μισό 18ου αιώνα μέχρι την κήρυξη της επανάστασης) οι οποίοι, προσβλέποντας στην πνευματική αναγέννηση του Γένους, που θα έφερνε και την… … Dictionary of Greek
σχολείο — Δημόσιο ή ιδιωτικό ίδρυμα για τη μόρφωση και την εκπαίδευση των νέων. Η ανάγκη να μεταδοθούν στις νέες γενιές οι γνώσεις και οι τεχνικές μέθοδοι που έχουν αποχτηθεί παρουσιάζεται και στους παλιότερους πολιτισμούς και σε όλους τους πρωτόγονους… … Dictionary of Greek
ωδείον — Ονομασία στην ελληνική αρχαιότητα οικοδομήματος όπου διεξάγονταν μουσικοί αγώνες και διαγωνίσματα απαγγελίας. Είχε σχήμα θεάτρου, αλλά με οροφή, για λόγους ακουστικής. Τα γνωστά αρχαία ωδεία είναι του Περικλή στην Αθήνα, το ωδείο Ηρώδου του… … Dictionary of Greek
αλφαβητάριο — Εγχειρίδιο για τη διδασκαλία της ανάγνωσης και της γραφής στα παιδιά. Επειδή το α. αποτελεί το πρώτο στοιχειώδες πνευματικό βοήθημα του παιδιού και συγχρόνως ένα από τα πρώτα μέσα αισθητικής αγωγής του, γι’ αυτό η συγγραφή του θα πρέπει να… … Dictionary of Greek
δακτυλογραφία — Μέθοδος γραφής που βασίζεται στη χρήση της γραφομηχανής. Ο όρος δ. προέρχεται από το γεγονός ότι οι μηχανές αυτές λειτουργούν με χτύπημα ή άγγιγμα του δάχτυλου σε κατάλληλα πλήκτρα, στο καθένα από τα οποία αντιστοιχεί ένας ή περισσότεροι… … Dictionary of Greek
εξίσωση — Κάθε προτασιακός τύπος της μορφής φ(x) = ψ(x), όπου φ και ψ συμβολίζουν συναρτήσεις της αυτής μεταβλητής x, ενώ οι τιμές τους ανήκουν στο ίδιο σύνολο, έστω Σ. Το σύμβολο x ονομάζεται: ο άγνωστος της ε. Αν Ε είναι το σύνολο που διατρέχει η… … Dictionary of Greek
καμεραλισμός — Εμποροκρατική οικονομική θεωρία και πρακτική που κυριάρχησε στα τελευταία χρόνια της φεουδαρχικής περιόδου στις γερμανόφωνες χώρες της Ευρώπης. Σύμφωνα με τη θεωρία αυτή, τα δημόσια έσοδα και η ανάπτυξη της βιομηχανίας συνιστούν την κυριότερη… … Dictionary of Greek
κονσερβατόριο — το ωδείο, ίδρυμα στο οποίο διδάσκονται όλοι οι κλάδοι τής μουσικής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. conservatorio] … Dictionary of Greek
λαός — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα B με την Κίνα και το Βιετνάμ, στα Α με το Βιετνάμ, στα Ν με την Καμπότζη, στα Δ με τη Ταϊλάνδη και στα ΒΔ με τη Μυανμάρ.Tο Λ. είναι το μοναδικό κράτος της χερσονήσου της Ινδοκίνας που δεν βρέχεται… … Dictionary of Greek
μονοτάξιος — α, ο 1. (για σχολή) αυτός που έχει μία τάξη, αυτός στον οποίο η φοίτηση διαρκεί ένα έτος («μονοτάξιο τεχνικό σχολείο») 2. φρ. «μονοτάξιο δημοτικό σχολείο» δημοτικό σχολείο στο οποίο όλοι οι μαθητές διδάσκονται από έναν δάσκαλο στην ίδια αίθουσα.… … Dictionary of Greek